Ακόμα και αν το όνομα του Stephen Foster δεν θυμίζει κάτι στους σημερινούς μουσικόφιλους, είναι σίγουρο ότι όλοι γνωρίζουν το «Οh ! Susanna» και λίγοι είναι εκείνοι που δεν έχουν ακούσει έστω και ένα από τα τραγούδια που του χάρισαν τον τίτλο του «πατέρα» της λαϊκής αμερικανικής μουσικής.

Γεννημένος το 1826 στο Pittsburgh της Pennsylvania, ο Foster ήταν το δέκατο παιδί μιας καλλιεργημένης και εύπορης οικογένειας η οποία του προσέφερε μια καλή μόρφωση σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια , ωθώντας τον παράλληλα να καλλιεργήσει το έμφυτο μουσικό ταλέντο του, το οποίο ανέδειξε ο φημισμένος Γερμανός συνθέτης, οργανίστας και διευθυντής χορωδίας Henry Kleber.
Ο Kleber, που αργότερα έγινε στενός φίλος και συνεργάτης του Foster, δέσποσε για πάνω από 50 χρόνια στη μουσική ζωή του Pittsburgh ως καθηγητής πιάνου, έμπορος μουσικών οργάνων, και διοργανωτής κοντσέρτων με τοπικούς αλλά και με διεθνείς καλλιτέχνες, όπως η θρυλική Σουηδή σοπράνο Jenny Lind, της οποίας τα δύο κοντσέρτα το 1851 στο Masonic Hall, με τον ίδιο να τη συνοδεύει στο πιάνο, συγκέντρωσαν 8.000 θεατές από διάφορες πολιτείες.
Το 1846 ο Foster πήγε να εργαστεί ως λογιστής στην εταιρία ατμοπολοίων του αδελφού του στο Cincinnati .Εκεί έγινε μέλος μιας λέσχης, για τη χορωδία της οποίας συνέθεσε το «Οh ! Susanna» και ορισμένα από τα πρώτα τραγούδια του, και το 1850 επέστρεψε στο Pittsburgh,νυμφεύθηκε την τοπική καλλονή Jane Mc Dowell με την οποία απέκτησε τη μοναχοκόρη του Marion , και ξεκίνησε επίσημα την καρριέρα του ως επαγγελματίας συνθέτης.
Μέχρι το 1862 συνέθεσε πάνω από 200 τραγούδια που γνώρισαν εντυπωσιακή επιτυχία και απήχηση,με γνωστότερα ανάμεσά τους τα «Camptown races» , «Νelly Bly» , «Οld black Joe», «Gentle Annie», «Some folks», «Jeanie with the light brown hair» (αφιερωμένο στη σύζυγό του), και «Beautiful dreamer», ενώ δύο από αυτά, το «My old Kentucky home» και το «Old folks at home / Swanee River» καθιερώθηκαν αντίστοιχα το 1928 και το 1935 ως τα επίσημα τραγούδια των πολιτειών του Kentucky και της Florida.
Εκτός από τις ρομαντικές μπαλλάντες του Foster,τα περισσότερα τραγούδια του που περιγράφουν τη ζωή στις φυτείες του Νότου, τον οποίο σημειωτέον ότι δεν είχε επισκεφθεί παρά μόνο μια φορά στο ταξίδι του γάμου του,διαφέρουν αισθητά από τα τραγούδια που ακουγόντουσαν στo minstrel show. Ένα είδος λαϊκής ψυχαγωγίας, ιδιαίτερα δημοφιλές στα μέσα του 19ου αι., με κωμικά σκέτς, χορούς και τραγούδια, όπου λευκοί καλλιτέχνες με βαμμένα μαύρα πρόσωπα κορόϊδευαν τις προλήψεις,την νωθρότητα,την ανεμελιά και την ανοησία των σκλάβων, μιμούμενοι με χοντοκομμένο τρόπο τις κινήσεις τους και την χαρακτηριστική προφορά τους.
Αποφεύγοντας στους στίχους των τραγουδιών αυτών, ευτελείς και προσβλητικές λέξεις, ο Foster επιχείρησε να εξανθρωπίσει τους χαρακτήρες,να τους εμφυσήσει μια διαφορετική πνοή, και ταυτόχρονα να μεταφέρει την αίσθηση ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την εθνικότητα,την κοινωνική τάξη και την οικονομική κατάστασή τους, έχουν τα ίδια συναισθήματα και την ίδια ανάγκη για μια ευτυχισμένη οικογένεια και ένα ζεστό σπιτικό.

Συχνά μάλιστα προέτρεπε τους λευκούς τραγουδιστές του minstrel show να μην γελοιοποιούν τους μαύρους αλλα να προσπαθούν να κάνουν το κοινό τους να νοιώσει συμπάθεια γι αυτούς και για την κατάστασή τους.
Δυστυχώς τα τραγούδια του Foster γνώρισαν τεράστια επιτυχία σε μια εποχή που δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα το ραδιόφωνο και το γραμμόφωνο,ούτε τα πνευματικά δικαιώματα ήταν όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, και έτσι δεν απέκτησε περιουσία ανάλογη του ταλέντου και της φήμης του.
Επιπροσθέτως το 1861 ο αμερικανικός εμφύλιος αύξησε τη ζήτηση πολεμικών και πατριωτικών τραγουδιών, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον του κοινού σε μια θεματολογία εντελώς διαφορετική από εκείνη της ρομαντικά εξιδανικευμένης ζωής στο Νότο που περιέγραφαν τα τραγούδια και οι μπαλλάντες του Foster.
Οι οικονομικές δυσχέρειες και τα προβλήματα που από καιρό αντιμετώπιζε στο γάμο του τον οδήγησαν στο ποτό, και η αποτυχημένη του απόπειρα να αναβιώσει την καρριέρα του στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του 1860, χειροτέρεψε την κατάστασή του.Ο πρόωρος θάνατός του το 1864 σε ηλικία μόλις 38 ετών από ένα ατύχημα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στη Νέα Υόρκη ,τον βρήκε με 3 πέννες και 38 σεντς στην τσέπη του, και με ένα σημείωμα που άρχιζε με τη φράση «αγαπημένοι φίλοι και ευγενικές καρδιές».
Στην νεκρώσιμη ακολουθία του Foster,που τελέστηκε στην εκκλησία του Pittsburgh,
ο παλιός δάσκαλος και φίλος του, Henry Kleber, έψαλλε ένα θρησκευτικό ύμνο προξενώντας μεγάλη συγκίνηση στο ακροατήριο, ενώ οι καλύτεροι μουσικοί της πόλης τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία παίζοντας τα τραγούδια του.
Στον 20ο αιώνα, τα τραγούδια αυτά που αποτελούν πλέον κομμάτι της αμερικανικής λαϊκής μουσικής παράδοσης, τα συμπεριέλαβαν , μεταξύ άλλων, στο ρεπερτόριό τους οι τραγουδιστές Nelson Eddy και Bing Crosby, οι διευθυντές χορωδιών Robert Shaw και Roger Wagner, αλλα και σπουδαίοι λυρικοί ερμηνευτές όπως οι τενόροι John Mc Cormack και Jussi Bjorling, ο βαρύτονος Thomas Hampson και η σοπράνο Marilyn Horne.

 Stephen Foster : Beautiful dreamer 

 


 

ΚΑΤΙΑ ΚΑΛΛΙΤΣΟΥΝΑΚΗ

Παραγωγός Τρίτου Προγράμματος ΕΡΑ

Αναδημοσίευση από: Η εφημερίδα της Ρίτσας Μασούρα