Κορυφαίος ζωγράφος και χαράκτης του πρώιμου ρομαντισμού, με ένα έργο χάρι στο οποίο χαρακτηρίστηκε ο τελευταίος απο τους παλαιούς δασκάλους και ο πρώτος απο τους μοντέρνους, ο Francisco Goya εξέλιξε τη μορφοπλαστική παράδοση του El Greco, του Rembrandt και του Velasquez, και διαμόρφωσε ένα στύλ τόσο πρωτογενές και αντισυμβατικό για την εποχή του, που αποτέλεσε σταθμό στην ευρωπαϊκή τέχνη, επηρρεάζοντας όλα σχεδόν τα μεταγενέστερα καλλιτεχνικά ρεύματα. Γεννημένος το 1746 στη Σαραγόσα,ο Goya ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του γύρω στο 1775 ως επίσημος προσωπογράφος της Ισπανικής αυλής, φιλοτεχνώντας πορτραίτα που αν και αρχικά είχαν σαν πρότυπο τα αντίστοιχα πορτραίτα του γαλλικού και του γερμανικού ροκοκό, σύντομα εξελίχθηκαν σε έργα με κυρίαρχα χαρακτηριστικά τους την έντονη κοινωνική κριτική,τον σαρκασμό και την απομυθοποίηση της εξουσίας. Μέχρι το 1791 ο Goya, εκτός απο πορτραίτα αυλικών και ευγενών και ορισμένους θρησκευτικούς πίνακες, θα ζωγραφίσει και μια σειρά έργων με σκηνές της καθημερινότητας, άλλοτε στη φύση και άλλοτε σε εσωτερικούς χώρους, μεταγγίζοντας στην τυπική θεματολογία του ροκοκό το σφρίγος των ανδρών και των γυναικών της Ανδαλουσίας. Στα έργα αυτά που χρονολογούνται γύρω στο 1776, τα όμορφα πρόσωπα των majos και των majas, ατόμων της λαϊκής τάξης εύκολα αναγνωρίσιμων απο την ενδυμασία τους και από την αντισυμβατική συμπεριφορά τους, φωτίζονται απο την ιδιότυπη χρωματική παλέτα του Goya,ανακαλώντας στη μνήμη μια περίοδο ειρήνης και ευημερίας, πρίν απο την εισβολή των Ναπολεοντείων στρατευμάτων στην Ισπανία. Αυτά τα έργα που βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Prado της Μαδρίτης, έκαναν το 1902 τον Καταλανό πιανίστα και συνθέτη Enrique Granados να ερωτευτεί την παλέτα και τα μοντέλα του ζωγράφου, και ανάμεσα στο 1909 και το 1911 να μεταφέρει την ατμόσφαιρά τους στη μουσική του, συνθέτοντας την πιανιστική σουίτα «Goyescas». Ένα έργο στο οποίο απέδωσε τον ρυθμό, το χρώμα και την ψυχή της Ισπανίας, με το πάθος, τον ερωτισμό, την δραματικότητα και τη γλυκόπικρη αίσθηση που χαρακτηρίζουν τους πίνακες του Goya. Η σουίτα «Goyescas» περιλαμβάνει τα κομμάτια Los requiebros (Φιλοφρονήσεις) , Coloquio en la reja (Συνομιλία πίσω από τα κάγκελλα ), El fandango del candil (Το φαντάγκο στο φώς της λάμπας), Quejas o la Maja y el ruisenor (Παράπονο ή Η Maja και το Αηδόνι ), El Amor y la Muerte (Ο Έρωτας και ο Θάνατος), και Serenata del Espectro (Η Σερενάτα του Φαντάσματος), τα οποία παίζονται συχνά με την προσθήκη του μεταγενέστερου κομματιού El pelele (Το ανδρείκελο) εμπνευσμένου επίσης από ένα πίνακα του Goya. Το 1915 ο Granados, αποδεχόμενος την πρόταση του αμερικανού πιανίστα Ernest Schelling να μετατρέψει τη σουίτα του σε σκηνικό έργο, επεξεργάστηκε τα μουσικά της θέματα, και διατηρώντας την αρχική του ιδέα της δημιουργίας μουσικών πινάκων εμπνευσμένων απο την τέχνη του Goya, κατέληξε σε μια Όπερα πάνω σε ένα βεριστικού στύλ λιμπρέττο του Fernando Periquet.
Με άξονα δύο ερωτικές ιστορίες, εκείνη του ταυρομάχου Paquiro με την όμορφη maja Pepa, και εκείνη της αριστοκράτισσας Rosario με τον αξιωματικό της Βασιλικής Φρουράς Fernando,ο Granados και ο Periquet δημιούργησαν ένα έργο γεμάτο απο τη χαρά της ισπανικής ζωής, απο τη θλίψη των ασίγαστων παθών, και απο τα παλλόμενα χρώματα των πινάκων του Goya που αποτέλεσαν και την αφορμή της δημιουργίας του. Λόγω του πολέμου η πρεμιέρα της όπερας «Goyescas» δόθηκε στην Metropolitan Opera τον Ιανουάριο του 1916, παρουσία του Granados και της συζύγου του, και γνώρισε τέτοια επιτυχία που ο συνθέτης παρέμεινε για δύο μήνες ακόμα στη Νέα Υόρκη, στο διάστημα των οποίων πραγματοποίησε μερικές ηχογραφήσεις έργων του σε κυλίνδρους, και έδωσε ένα ιδιωτικό ρεσιτάλ για τον Πρόεδρο Wilson. Δυστυχώς η καθυστέρηση αυτή απέβη μοιραία για το ζεύγος Granados καθώς τον Μάρτιο του 1916 βρήκε τραγικό θάνατο στα στενά της Μάγχης μαζί με 80 ακόμα επιβάτες, όταν το αγγλικό πλοίο με τον οποίο επέστρεφε στην Ευρώπη, τορπιλλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο.
Enrique Granados : Los requiebros
ΚΑΤΙΑ ΚΑΛΛΙΤΣΟΥΝΑΚΗ
Παραγωγός Τρίτου Προγράμματος ΕΡΑ
Αναδημοσίευση από: Η εφημερίδα της Ρίτσας Μασούρα
|