Συνθέτης και συγγραφέας με δημιουργική διαδρομή που κάλυψε 5 δεκαετίες, ο Paul Bowles γεννήθηκε το 1910 στο Long Island, φανερώνοντας από νωρίς ένα ανήσυχο και αντισυμβατικό πνεύμα που το 1929 τον οδήγησε να εγκαταλείψει την «οικογενειακή του φυλακή» , όπως την αποκαλούσε, και να καταφύγει στην πρωτεύουσα της καλλιτεχνικής και μουσικής πρωτοπορίας, το Παρίσι. Στα 8 χρόνια που έζησε εκεί, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή και συνέθεσε τα πρώτα του έργα μαθητεύοντας δίπλα στον συνθέτη Virgil Thomson. Έναν από τους δεκάδες Αμερικανούς προστατευόμενους της θρυλικής Gertrude Stein η οποία συμπεριέλαβε τον νεαρό Bowles στον κύκλο της, ωθώντας τον να εγκαταλείψει την ποίηση προς χάριν της λογοτεχνίας, και συστήνοντάς τον σε ξεχωριστούς φίλους της όπως ο Jean Cocteau,ο Joan Miro,ο André Gide, ο Sergei Prokofiev κ.α. Η δεκαετία του 30 υπήρξε για τον Bowles μια περίοδος έντονης καλλιτεχνικής δραστηριότητας αλλά και κινητικότητας, με αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ευρώπη, στην Ν.Αμερική και στην Β.Αφρική, ιδιαίτερα μάλιστα στο Μαρόκο το οποίο πρωτοεπισκέφθηκε με την προτροπή της Gertrude Stein το 1931, παρέα με τον δεύτερο δάσκαλό του, τον Αμερικανό συνθέτη Aaron Copland.Το Μαρόκο επέδρασε τόσο καταλυτικά επάνω του που λίγα χρόνια αργότερα θα γινόταν ο μόνιμος τόπος κατοικίας του και η βασικότερη πηγή της έμπνευσής του, τόσο στη μουσική του όσο και στην πεζογραφία του. Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη το 1937 ο Bowles γνώρισε στο σπίτι του ποιητή e.e.cummings την συγγραφέα Jane Auer με την οποία παντρεύτητηκαν το 1938 στο Μεξικό, θεμελιώνοντας τη σχέση τους στη αποδοχή της ομοφυλοφιλίας τους, στη συντροφικότητα και στα κοινά λογοτεχνικά ενδιαφέροντα. Πολύ σύντομα το ζευγάρι έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στους μουσικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της πόλης έχοντας να επιδείξει ο καθένας από την πλευρά του και ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο. Το καλοκαίρι του 1940 που ο Paul και η Jane έκαναν διακοπές στο Ακαπούλκο, δέχθηκαν την επίσκεψη ενός άγνωστου συνομήλικού τους συγγραφέα ονόματι Tennessee Williams, ο οποίος είχε έρθει για να τους γνωρίσει, συστημένος από κοινούς φίλους. Μετά από εκείνες τις διακοπές που πέρασαν παρέα στη γραφική hacienta του Ακαπούλκο, την οποία αργότερα ο Williams μετέφερε σχεδόν αυτούσια ως σκηνικό στη «Νύχτα της Ιγκουάνα», η αρχική αμοιβαία συμπάθεια ανάμεσα στον συνεσταλμένο νεαρό από το Columbus και το εκκεντρικό Νεοϋορκέζικο ζευγάρι εξελίχθηκε σε μια βαθειά φιλία, απόρροια της οποίας υπήρξε η καλλιτεχνική συνεργασία του Williams και του Bowles στο θέατρο και σε μια σειρά τραγουδιών. Το 1944 ο Bowles έγραψε τη μουσική για το πρώτο έργο που καθιέρωσε τον Williams ως θεατρικό συγγραφέα, τον «Γυάλινο Κόσμο», το 1946 συνέθεσε πάνω σε δικά του ποιήματα τον κύκλο τραγουδιών «Blue Mountain Ballads» δύο από τα οποία ακούστηκαν το 1957 στο πρώτο ανέβασμα του « Ορφέα στον Άδη», και το 1948 επένδυσε μουσικά ένα ακόμα έργο του, το «Καλοκαίρι και Καταχνιά» . To 1949 o Bowles αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ταγγέρη για να αφοσιωθεί στο γράψιμο, έχοντας συνειδητοποιήσει, πιθανόν υπό την επιρροή του Williams, πως η μουσική δεν του αρκούσε για να εκφράσει όλες τις πτυχές του εσωτερικού του κόσμου.Όπως θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα : «η μουσική μου αντανακλούσε πάντα την εύθυμη και ανέμελη πλευρά μου, αλλά την πιο σκοτεινή διάσταση του εαυτού μου κατόρθωσα να την εκφράσω μόνο με τις λέξεις». Εκείνη τη χρονιά ο Bowles εξέδωσε το διάσημο μυθιστόρημά του «The Sheltering Sky» το οποίο το 1990 μετέφερε στην οθόνη ο Bernardo Bertolucci, και είδαμε στην Ελλάδα με τον -άσχετο- τίτλο « Τσάϊ στη Σαχάρα». Μέχρι τον θάνατο της Jane το 1973, εξακολούθησε να γράφει και, περιστασιακά, να συνθέτει, έχοντας το σπίτι του πάντοτε ανοιχτό στους συγγραφείς και τους ποιητές του κύκλου του : τον William Burroughs, τον Jack Kerouac, τον Allen Ginsberg, τον Gore Vidal, τον Gregory Corso, τον Truman Capote και βέβαια τον αγαπημένο φίλο του Tenessee Williams, ο οποίος έγραψε εκεί τη «Λυσσασμένη γάτα» , ένα μέρος του «Ξαφνικά πέρισυ το καλοκαίρι» καθώς και αρκετά από τα ποιήματά του. Το παραθαλάσσιο εστιατόριο Sun Beach από το οποίο απολάμβανε τη θέα του Ωκεανού, και η γραφική παραλία της Asilah ήταν τα δύο μέρη που προτιμούσε όταν ήθελε να απομονωθεί για να γράψει, ενώ τις υπόλοιπες ώρες συμμετείχε στην έντονη κοινωνική ζωή και στις δραστηριότητες των Bowles. Το 1955 ο Bowles επένδυσε μουσικά το ανέβασμα της «Λυσσασμένης γάτας» , το 1959 συνεργάστηκε ξανά με τον Williams γράφοντας τη μουσική για «Το γλυκό πουλί της νιότης», ενώ μέχρι το 1982 εξακολούθησε να συνθέτει τραγούδια σε δικά του ποιήματα καθώς εκτιμούσε εξίσου την ποιότητα των στίχων του με την δραματικότητα των, ως επι το πλείστον, αυτοβιογραφικών θεατρικών του. Μετά τον θάνατο του Williams το 1983, ο Bowles αποσύρθηκε σταδιακά από το προσκήνιο μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στο διάβασμα και στην παρέα των λίγων και εκλεκτών φίλων του που τον συντρόφευσαν μέχρι το τέλος της ζωής του το 1999. Paul Bowles : Blue Mountain Ballads, with texts by Tennessee Williams
ΚΑΤΙΑ ΚΑΛΛΙΤΣΟΥΝΑΚΗ
Παραγωγός Τρίτου Προγράμματος ΕΡΑ
Αναδημοσίευση από: Η εφημερίδα της Ρίτσας Μασούρα
|