Επιφανής Τσέχος συνθέτης του ύστερου 19ου αι. ο Antonin Dvořák γεννήθηκε το 1841 σε ένα χωριό έξω από την Πράγα, και έζησε μια ζωή γεμάτη επιτυχίες και θριάμβους. Πρίν συμπληρώσει τα 35 του χρόνια εθεωρείτο ήδη ένας από τους σημαντικότερους ανερχόμενους συνθέτες της χώρας του, ενώ μετά το 1880 η φήμη του ξεπέρασε τα τοπικά σύνορα χάρι στις 9 επισκέψεις του στην Αγγλία, στην περιοδεία του στη Ρωσία, και στα 3 χρόνια που έζησε στη Νέα Υόρκη διδάσκοντας στο νεοσύστατο Ωδείο της πόλης και συνθέτοντας εκεί, μεταξύ άλλων, την διάσημη 9η Συμφωνία του, γνωστή με την επωνυμία ‘’Από τον Νέο Κόσμο’’.

Ωστόσο μέχρι το 1877 η προσωπική του ζωή δεν ακολούθησε ανάλογη πορεία με εκείνη της καλλιτεχνικής, καθώς τη βαθειά ερωτική απογοήτευση της νεότητάς του διαδέχθηκε η οικογενειακή τραγωδία που άφησε ανεξίτηλα ίχνη για πολύ καιρό στην ψυχή του και στη μουσική του.
Το 1865 ο 24χρονος Dvořák είχε αρχίσει να συνθέτει τα πρώτα του έργα, ενώ παράλληλα έπαιζε βιόλα για βιοπορισμό στην Ορχήστρα του Βοημικού Θεάτρου της Πράγας. Η ανερχόμενη ηθοποιός του θιάσου Josefina Čermáková, η κόρη ενός εύπορου χρυσοχόου που είχε προκαλέσει αίσθηση στην Πράγα με την εντυπωσιακή ομορφιά της και με το ταλέντο της, γοήτευσε τον νεαρό συνθέτη ο οποίος για να την πλησιάσει προσφέρθηκε να παραδίδει σε εκείνη και στην μικρότερη αδελφή της Anna, μαθήματα πιάνου. Η εκθαμβωτική Josefina όμως, με τους πολυάριθμους θαυμαστές στους κοσμικούς κύκλους της πόλης, δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του φτωχού και άσημου τότε Dvořák , και το 1872 παντρεύτηκε τον Κόμη Kounic ραγίζοντας κυριολεκτικά την καρδιά του. Απελπισμένος ο Dvořák,προκειμένου να βρίσκεται στο περιβάλλον της Josefina, ζήτησε το 1873 σε γάμο την αδελφή της Anna, την οποία όμως τελικά αγάπησε βαθειά και ειλικρινά, παραμένοντας αφοσιωμένος σε αυτήν μέχρι το θάνατό του το 1904.
Το 1874 το ζευγάρι απέκτησε τον πρωτότοκο γιό του Otakar και το 1875 την κόρη του Josefa, η οποία πέθανε τρείς μέρες μετά τη γέννησή της βυθίζοντας στη θλίψη τους γονείς της. Συντετριμμένος ο Dvořák άρχισε να συνθέτει στη μνήμη της το αριστούργημα της φωνητικής εργογραφίας του, την δεκαμερή καντάτα για σοπράνο, άλτο, τενόρο, μπάσσο, χορωδία και ορχήστρα πάνω στον διάσημο ύμνο-ακολουθία Stabat Mater του Ιταλού μοναχού και υμνωδού του 14ου αι. Jacoponne da Todi.
Ένα μεγαλειώδες ποιητικό κείμενο στο οποίο η Παναγία θρηνεί ως μητέρα τα πάθη και τον θάνατο του Χριστού, και το οποίο είχαν ήδη αξιοποιήσει σε θρησκευτικά έργα τους οι σημαντικότεροι συνθέτες της αναγέννησης, του μπαρόκ, του κλασικισμού και του πρώιμου ρομαντισμού. H άσχημη ψυχολογική του κατάσταση όμως δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει τη σύνθεση του έργου, κι έτσι το εγκατέλειψε προσωρινά για να ασχοληθεί με άλλα έργα του.
Το 1877, όταν είχε αρχίσει κάπως να συνέρχεται, μια νέα τραγωδία και μάλιστα διπλή, τον βύθισε και πάλι στην απελπισία : η μόλις 11 μηνών δεύτερη κόρη του Ruzena, πέθανε πίνοντας κατά λάθος ένα μπουκάλι υγρό φώσφορο, και τρείς εβδομάδες αργότερα ακολούθησε ο θάνατος του τρίχρονου Otakar απο ευλογιά.
Έχοντας χάσει πλέον και τα τρία παιδιά του, ο Dvořák επανέκαμψε στο ημιτελές Stabat Mater και το ολοκλήρωσε σε λιγότερο από ένα μηνα,αφιερώνοντας το στη μνήμη τους.

Όταν δόθηκε η πρεμιέρα του Stabat Mater στην Πράγα το 1880, η Anna είχε ήδη γεννήσει τα δύο από τα έξι παιδιά που οι Dvořák απέκτησαν μέχρι το τέλος εκείνης της δεκαετίας, χωρίς ποτέ όμως να ξεχάσουν την τραγωδία που σημάδεψε τα πρώτα χρόνια του γάμου τους, και που αποτυπώθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά έργα του 19ου αι.

Antonin Dvořák : Stabat Mater / Quando corpus morietur

 

 


 

ΚΑΤΙΑ ΚΑΛΛΙΤΣΟΥΝΑΚΗ

Παραγωγός Τρίτου Προγράμματος ΕΡΑ

Αναδημοσίευση από: Η εφημερίδα της Ρίτσας Μασούρα