‘’To παιδί-θαύμα βγαίνει πίσω από ένα μεγαλόπρεπο παραβάν,κεντημένο ολόκληρο με στεφάνια empire και φανταστικά λουλούδια,ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια της εξέδρας και μπαίνει μέσα στις επευφημίες...Φορά ένα μικρό σακάκι άσπρο μεταξωτό με μια ζώνη,και ακόμη και τα παπούτσια του είναι από άσπρο μετάξι.Αλλά σε αντίθεση με το ασπρομέταξο παντελονάκι,ξεχωρίζουν τα γυμνά ποδαράκια που είναι εντελώς μελαχρινά,γιατι είναι ένα Ελληνόπουλο.Ονομάζεται Μίμπης Σακελαφύλακας.

Το παιδί-θαύμα συνέχισε να υποκλίνεται μέχρι που κόπασε το χειροκρότημα, ύστερα κατευθύνθηκε προς το μεγάλο πιάνο,και το ακροατήριο έριξε μια τελευταία ματιά στο πρόγραμμα.Πρώτα ακούστηκε ένα Κατανυκτικό Εμβατήριο,μετά μια Ονειροπόληση και μετά Η Κουκουβάγια και τα Σπουργίτια-όλα του Μίμπη Σακελαφύλακα. Ολο το πρόγραμμα ήταν δικό του,όλα τα κομμάτια ήταν δικές του συνθέσεις’’.
THOMAS MANN : DAS WUNDERKIND (Βerlin 1914)

 

Ο μικρός ήρωας αυτού του διηγήματος,που το 1903 είχε μαγέψει με το ταλέντο του τον Thomas Mann και το κοινό στο Richard Wagner Concert Hall του Μονάχου,ήταν ο μετέπειτα διεθνούς φήμης πιανίστας,συνθέτης και μουσικοπαιδαγωγός Λώρης Μαργαρίτης.Γεννημένος το 1895 στο Αίγιο ο Μαργαρίτης έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ με δικές του συνθέσεις στο Ωδείο Αθηνών το 1902,και την επόμενη χρονιά έφυγε για σπουδές στη Γερμανία ως εξαιρετικό ταλέντο,με σύσταση του διευθυντή του Ωδείου,Γεωργίου Νάζου.Εκεί ο μικρός μουσικός έδωσε ένα ρεσιτάλ για τους Βασιλείς της Βαυαρίας και το δημόσιο ρεσιτάλ στο Μόναχο που ενέπνευσε τον Thomas Mann και προκάλεσε το ενδιαφέρον του γερμανού πιανίστα και μαθητή του Liszt,Bernhard Stavenhangen,ο οποίος τον δέχθηκε δωρεάν στην τάξη του στην Ανωτέρα Μουσικη Σχολή του Βερολίνου.Μάλιστα ο τότε διευθυντής της Σχολής,ο περίφημος ούγγρος βιολιστής Joseph Joachim,έστειλε μια επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση επισημαίνοντας ότι ‘’Είναι επιτακτικόν καθήκον να ληφθεί ιδιαιτέρα μέριμνα διά την όσο το δυνατόν τελειοτέραν καλλιέργειαν και ανάπτυξιν της εντελώς εξαιρετικής ιδιοφυΐας του Λώρη Μαργαρίτη’’.
Το 1908 ο 13χρονος Μαργαρίτης έγινε δεκτός κατ’ εξαίρεσιν,λόγω ηλικίας,στην Ανωτάτη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου όπου σπούδασε πιάνο,σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας,παρακολουθώντας παράλληλα και μαθήματα μουσικολογίας στο Πανεπιστημιο του Μονάχου.Το 1913 επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου ανέπτυξε μια έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα,συμμετέχοντας το 1915 μαζί με τον συνθέτη Αιμίλιο Ριάδη στην ίδρυση του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης (του οποίου διετέλεσε καθηγητής πιάνου και αργότερα υποδιευθυντής) αλλα και στη σύσταση της Κρατικής Ορχήστρας της πόλης.Το 1920 ίδρυσε τον Ελληνικό Σύλλογο Φίλων του Mozart και ξεκίνησε τις περιοδείες του στην Ελλάδα και στην Ευρώπη με την αυστροεβραία μαθήτριά του και μετέπειτα σύζυγό του Ίντα Ρόζενκραντς,με την οποία μέχρι το 1950 αποτέλεσαν ένα από τα διασημότερα πιανιστικά duo της εποχής.Το ρεπερτόριό τους περιλάμβανε κλασσικά,ρομαντικά και σύγχρονα έργα,αλλα και πολλά ελληνικά (Καλομοίρη,
Σκαλκώτα,Μαργαρίτη κ.α.),ορισμένα από τα οποία ηχογράφησαν προπολεμικά σε μεγάλες διεθνείς δισκογραφικές εταιρίες. (Ένας σπανιότατος προπολεμικός δίσκος με έργα του Λώρη Μαργαρίτη ερμηνευμένα από τον ίδιο και την Ίντα Ροζενκραντς βρίσκεται στο Αρχείο της ΕΡΤ)
Μετά το γάμο τους το 1925,η κατοικία τους στη Θεσσαλονίκη έγινε το επίκεντρο της μουσικής ζωής της πόλης και η φιλόξενη στέγη των σημαντικότερων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων του μεσοπολέμου. Το 1927 ο Μαργαρίτης ίδρυσε με τον Bernhard Paumgartner στο Salzburg τη διεθνή Μουσική Ακαδημία Mozarteum στην οποία δίδασκε τακτικά ώς τον θάνατό του,ενώ μέχρι τα τέλη της δεκ. του 30 τιμήθηκε με σημαντικά διεθνή βραβεία και διετέλεσε μέλος Επιτροπών σε διεθνείς μουσικούς διαγωνισμούς. Το 1942 αντιμετωπίζοντας προβλήματα στη Θεσσαλονίκη λόγω της εβραϊκής καταγωγής της Ίντα,το ζεύγος διέφυγε στην Αθήνα εγκαταλείποντας την κατοικία του η οποία λεηλατήθηκε από τους Ναζι,με αποτέλεσμα να χαθεί το μεγαλύτερο μέρος των χειρογράφων του Μαργαρίτη.Το μουσικό κατεστημένο της πρωτεύουσας όμως φαίνεται πως δεν αντιμετώπισε θετικά τον ερχομό του.Όπως έγραψε χαρακτηριστικά το 1954 σε ένα άρθρο του ο μουσικολόγος Μίνως Δούνιας ‘’ο αιθέριος αυτός ερμηνευτής του Mozart είχε αποτραβηχθεί από ετών,πικραμένος από τη δημόσια μουσική ζωή των Αθηνών,προτιμώντας να δράσει στο εξωτερικό όπου το έργον και η τέχνη του βρήκαν θερμή υποδοχή’’.
To 1953 λίγο πριν από τον αιφνίδιο θάνατό του τιμήθηκε με το Μέγα Μεταλλιο της Ακαδημίας Mozarteum και με το χρυσό σταυρό των ιπποτών του Φοίνικος,ενώ το 1954 κατόπιν εισήγησης του Συνδέσμου Αποφοίτων Ωδείου Θεσσαλονίκης,η οδός Γαλλικού στο κέντρο της Θεσσαλονίκης,μετονομάστηκε σε οδό Λώρη Μαργαρίτη.
Ως συνθέτης ο Μαργαρίτης αντλησε την έμπνευσή του κυρίως από την ελληνική παράδοση και από τη γερμανική ρομαντική σχολή,διαμορφώνοντας ένα μουσικό ιδίωμα το οποίο σύμφωνα με τον Μίνωα Δούνια χαρακτήριζαν ‘’η λογική σύνδεσις των σκέψεων,η θερμότης του αισθήματος και το ουδέποτε εκτροχιαζόμενο γούστο’’.
Εκτός από την επική συμφωνία ‘’Οδυσσέας και Ναυσικά’’ συνέθεσε κυρίως έργα για ένα και για δύο πιάνα,και εναρμόνισε παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια ‘’με θαυμαστή λιτότητα χωρίς να θυσιάσει τίποτα από τον χαρακτήρα τους.’’

 

 

ΚΑΤΙΑ ΚΑΛΛΙΤΣΟΥΝΑΚΗ

Παραγωγός Τρίτου Προγράμματος ΕΡΑ

Αναδημοσίευση από: Η εφημερίδα της Ρίτσας Μασούρα