«Πέθαναν μυριάδες, κι ανάμεσά τους οι καλύτεροι» έγραψε το 1920 ο Αμερικανός Ezra Pound στο 5ο ποίημα της μεγάλης του σύνθεσης « Hugh Selwyn Moberley» αποτυπώνοντας σε ένα μόνο στίχο την τραγωδία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο οποίος στοίχισε τις ζωές σχεδόν 16.000.000 ανθρώπων, στρατευμένων και αμάχων. Οι τραυματικές προσωπικές εμπειρίες και η οδύνη της απώλειας συγγενών, φίλων και συστρατιωτών, τροφοδότησαν μέχρι και τη δεκαετία του ‘30 την ποίηση, τη λογοτεχνία και την τέχνη, και ενέπνευσαν σημαντικά έργα της λόγιας ευρωπαϊκής μουσικής, η οποία έχασε αρκετούς συνθέτες, άλλους στο άνθος της ηλικίας τους όπως οι Άγγλοι George Butterworth και Ernest Farrar και ο Σκώτος Cecil Coles, και άλλους στην ωριμότερη δημιουργική τους περίοδο όπως ο «Γάλλος Bruckner» Albéric Magnard και ο Ισπανός Enrique Granados.

 

Μέχρι τον θάνατό του το 1916 στον Somme στα 31 του χρόνια, ο George Butterworth πρόλαβε να συνθέσει τρία συμφωνικά κομψοτεχνήματα και μερικά θαυμάσια τραγούδια για φωνή και πιάνο πάνω σε ποιήματα της νεότητας, του έρωτα και του θανάτου από τη συλλογή του Alfred Edward Houseman «A Shropshire Lad». Στενός φίλος του Butterworth, o Ralph Vaughan Williams αφιέρωσε στη μνήμη του την 2η Συμφωνία (του Λονδίνου) που είχε συνθέσει το 1914 με τη δική του προτροπή, ενώ στα τέλη του 1916 υπηρετώντας ακόμα στη Γαλλία ως αξιωματικός επιφορτισμένος με την περισυλλογή των νεκρών και των τραυματιών από την περιοχή του Neuville St.Vaast, άρχισε να σχεδιάζει την 3η Συμφωνία (Ποιμενική) την οποία παρουσίασε το 1922 ως το δικό του πολεμικό requiem.


Ένα απόσπασμα της ελεγείας που είχε γράψει το 1865 ο Αμερικανός ποιητής Walt Whitman για τον θάνατο του Abraham Lincoln χρησιμοποίησε το 1919 ο Gustav Holst στο έργο του «Ode to Death» για χορωδία και ορχήστρα, αφιερωμένο στη μνήμη των χαμένων φίλων του, και ειδικότερα του Cecil Coles. Του ταλαντούχου συνθέτη και διευθυντή της Όπερας της Στουτγάρδης που σκοτώθηκε το 1918 στο Δυτικό Μέτωπο στα 30 του χρόνια, έχοντας προλάβει να στείλει στον Holst τα χειρόγραφα μερικών έργων που είχε γράψει από το 1914 που είχε στρατευτεί. Στο Δυτικό Μέτωπο το 1918 σκοτώθηκε και ο 33χρονος πιανίστας - συνθέτης Ernest Farrar στον οποιο ο μαθητής του Gerald Finzi αφιέρωσε το 1924 το ‘’Requiem da Camera’’ για βαρύτονο, χορωδία και ορχήστρα δωματίου, σε ποιήματα των John Masefield, W.W. Gibson και Thomas Hardy. Παρασημοφορημένος αξιωματικός του στρατού, ο Arthur Bliss συνέθεσε το 1930 το εμβληματικότερο ίσως αγγλικό έργο αυτής της κατηγορίας, τη Συμφωνία «Morning Heroes» για αφηγητή, χορωδία και μεγάλη ορχήστρα, στη μνήμη του αδελφού του Francis και των συστρατιωτών του που σκοτώθηκαν στο Δυτικό Μέτωπο, χρησιμοποιώντας έναν εμπνευσμένο συνδυασμό ποιητικών κειμένων : δύο αποσπάματα από την Ιλιάδα του Ομήρου, δύο ποιήματα του Walt Whitman από τη συλλογή του 1855 «Leaves of Grass», ένα ποίημα του Άγγλου Wilfred Owen που είχε σκοτωθεί πολεμώντας στη Β.Γαλλία το 1918 στα 25 του χρόνια, ένα ποίημα του Κινέζου ποιητή του 8ου αι. Li Tai Po, και τέλος το ποίημα του Άγγλου Robert Nichols «Dawn on the Somme» .Ο Βliss που είχε τραυματιστεί στον Somme και είχε εισπνεύσει δηλητηριώδη αέρια, υπέφερε έκτοτε από σοβαρά προβλήματα υγείας και, όπως είχε δηλώσει, το έργο αυτό ήταν ο δικός του τρόπος για να ξορκίσει τους εφιάλτες του.
Στη Γαλλία, ο Claude Debussy αντέδρασε στις γερμανικές επιθέσεις γράφοντας το 1915 σε δικούς του στίχους το οργισμένο τραγούδι διαμαρτυρίας «Τα Χριστούγεννα των παιδιών που δεν έχουν πιά σπίτια» : «Δεν έχουμε πιά σπίτια, οι εχθροί τα πήραν όλα, τα πήραν όλα, μέχρι και το κρεβατάκι μας. Μικρέ Ιησού μην πάς σ’ αυτούς. Μην ξαναπάς ποτέ σ’αυτούς. Τιμώρησέ τους. Εκδικήσου για τα παιδιά της Γαλλίας. Για τους μικρούς Βέλγους, για τους μικρούς Σέρβους και για τους μικρούς Πολωνους επίσης». Δύο χρόνια αργότερα, ο Maurice Ravel, ο οποίος είχε ζήσει τη μάχη του Verdun το 1916, ολοκλήρωσε την εξαμερή πιανιστική σουίτα «Le tombeau de Couperin», ως φόρο τιμής στη μνήμη επτά πεσόντων φίλων του. Για το έργο αυτό δανείστηκε τον τίτλο των γαλλικών επιμνημόσυνων οργανικών συνθέσεων του μπαρόκ, γνωστών ως «Tombeaux», και χρησιμοποίησε τη δομή μιας τυπικής γαλλικής σουίτας της εποχής, εξ ού και η αναφορά στον Μέγα François Couperin. Ένας από τους επτά πεσόντες φίλους του Ravel ήταν ο μουσικολόγος Joseph de Marliave, σύζυγος της σπουδαίας πιανίστας Marguerite Long η οποία έδωσε την πρεμιέρα της σουίτας στο Παρίσι το 1919.


Στην Ιταλία την περίοδο 1916-1919 ο Alfredo Casella συνέθεσε την «Εlegia Eroica» για μεγάλη ορχήστρα, αφιερώνοντάς την συμβολικά στη μνήμη ενός στρατιώτη που σκοτώθηκε στον πόλεμο, ενώ ο Ildebrando Pizzetti συμπύκνωσε την τραγωδία της Ευρώπης στο 2ο μέρος της Σουίτας του σε λά ελάσσονα για βιολί και πιάνο, με τον υπότιτλο «Προσευχή για τους Αθώους», το οποίο είχε φανταστεί σαν μια προσευχή πάνω στα λόγια «Κύριε, ευσπλαχνίσου όλους τους αθώους που δεν καταλαβαίνουν γιατί πρέπει να υποφέρουν».


Τη φρίκη του πολέμου αποτύπωσαν επίσης ο Αυστριακός Alban Berg το 1922 στην όπερα «Wozzeck» την οποία είχε αρχίσει να σχεδιάζει από το 1915 πολεμώντας με τον αυστροουγγρικό στρατό, και ο Γερμανός Kurt Weill στο «Das Berliner Requiem». Την καντάτα για τενόρο, βαρύτονο, ανδρική χορωδία και ορχήστρα πνευστών που συνέθεσε το 1928 σε ποιήματα του Bertolt Brecht, χαρακτηρίζοντάς την μια ακολουθία επιταφίων θρήνων για τους ανώνυμους νεκρούς και για την δολοφονημένη το 1919 ηγέτιδα των Σπαρτακιστών, Rosa Luxemburg. Έργα Ελλήνων συνθετών της εποχής με ανάλογες αναφορές στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν εντοπίστηκαν.


Ildebrando Pizzetti : Sonate for violin and piano Part II : Preghiera per gl'innocenti

 


 

ΚΑΤΙΑ ΚΑΛΛΙΤΣΟΥΝΑΚΗ

Παραγωγός Τρίτου Προγράμματος ΕΡΑ

Αναδημοσίευση από: Η εφημερίδα της Ρίτσας Μασούρα